βιβλιοδίφης:
- βιβλίο+διψάω= ψάχνω σε βάθος και ερευνώ
- (σαν λέξη δεν υφίσταται, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον ως τίτλος.)
βιβλιοδέτης: αρσενικό (θηλυκό:βιβλιοδέτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με τη βιβλιοδετική
- πηγή: https://el.wiktionary.org
ΒΙΒΛΙΟ*δύτης: αρσενικό (θηλυκο:ΒΙΒΛΙΟ*δύτρια)
- αυτός/ή που "βυθίζεται" στον νέο κόσμο του εκάστοτε βιβλίου και περιπλανιέται στον βυθό του, φορώντας ως προστατευτική μάσκα τα μάτια του μυαλού του/της (φαντασία), προς ανακάλυψη πολύτιμων μαργαριταριών.
- πηγή: τα μέλη του ομίλου Φιλαναγνωσίας και Δημιουργικής Γραφής του 1ου Δ.Σ. Τρικάλων.
*Εάν ανακαλύψετε κι άλλες λέξεις που μπορεί να μοιάζουν με την ονομασία του ομίλου μας, παρακαλούμε ενημερώστε μας!

.jpeg)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου