βιβλιοδίφης: 

  • βιβλίο+διψάω= ψάχνω σε βάθος και ερευνώ
  • (σαν λέξη δεν υφίσταται, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον ως τίτλος.)

βιβλιοδέτης: αρσενικό (θηλυκό:βιβλιοδέτρια)


ΒΙΒΛΙΟ*δύτης: αρσενικό (θηλυκο:ΒΙΒΛΙΟ*δύτρια)
  • αυτός/ή που "βυθίζεται" στον νέο κόσμο του εκάστοτε βιβλίου και περιπλανιέται στον βυθό του, φορώντας ως προστατευτική μάσκα τα μάτια του μυαλού του/της (φαντασία), προς ανακάλυψη πολύτιμων μαργαριταριών. 
  • πηγή: τα μέλη του ομίλου Φιλαναγνωσίας και Δημιουργικής Γραφής του 1ου Δ.Σ. Τρικάλων. 

*Εάν ανακαλύψετε κι άλλες λέξεις που μπορεί να μοιάζουν με την ονομασία του ομίλου μας, παρακαλούμε ενημερώστε μας!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο